μασημένος

μασημένος
[ масимэнос] εκ. разжеванный,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μασημένος" в других словарях:

  • μασιέμαι — μασιέμαι, μασήθηκα, μασημένος βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναμασώ — μάσησα, μασήθηκα, μασημένος 1. ξαναμασώ. 2. μτφ., επαναλαμβάνω ειπωμένα από μένα ή από άλλον: Μια ώρα αναμασούσε τα ίδια και τα ίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασώ — μάσησα, μασήθηκα, μασημένος, μτβ. 1. πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια πριν την καταπιώ: Το μωρό δε μασάει την τροφή γιατί δεν έχει βγάλει ακόμα δόντια. 2. μτφ., κατασπαταλώ: Μάσησε όλη την περιουσία του. 3. φρ., «Μασώ τα λόγια μου», δε μιλώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»